«Ήρθε με μια κόκκινη Τζάγκουαρ και μια ξανθιά γυναίκα για να δει το φίλο του που πέθαινε στο δωμάτιο 13 από καρκίνο στο λάρυγγα.
Και εκεί στο δωμάτιο 13 αιφνίδια σωριάστηκε, λυγερόκορμος στην πτώση του, πιάνοντας δυο μέτρα δαπέδου.
Έμεινε σε κώμα μια βδομάδα, η Τζάγκουαρ έφυγε απ' έξω και η ξανθιά γυναίκα άφαντη.
Χαρτιά δε βρέθηκαν επάνω του. Με ένα επώνυμο κουστούμι, ένα φίνο μεταξωτό πουκάμισο, δυο μανικετόκουμπα που γράφανε "I 'm the best", ένα μποξεράκι, ένα παλτό κι ένα ρολόι τσέπης, υπέγραψε τη ζωή του.
Δεν τον αναζήτησε ποτέ κανείς.
Την ημέρα που πέθανε ήταν πανέμορφος. Έσβησα με μια γομολάστιχα την ώρα του θανάτου στο ηλεκτροκαρδιογράφημα - τι σημασία είχε; - και τύλιξα το χαρτί στο ρολόι τσέπης να το πάρει μαζί του. Έβρεχε έξω.
Κι έτσι όπως σήκωσα το βλέμμα τον είδα όρθιο. Την ψυχή του είδα, ντυμένη με εκείνο το φίνο πουκάμισο. Τον έβλεπα για ώρα να απομακρύνεται μέσα σε μια σταγόνα βροχής.
Ήρθε με μια κόκκινη Τζάγκουαρ και μια ξανθιά γυναίκα μα ήταν μόνος. Ολομόναχος.
Μόνο μια φορά από τότε ξαναήρθε στο όνειρό μου. Μου ζήτησε τη γομολάστιχα κι άφησε πίσω του κάτι από βροχή.
Υ.Γ. Ο φίλος στο δωμάτιο 13, ζει ακόμα. » Μαρία Σιτμαλίδου